- σήμερο(ν)
- Νβλ. σήμερα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σήμερο — σήμερο, το και σήμερα, το άκλ., σημερινή εποχή: Το σήμερο χειρότερο από το χτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγάρι — (Μ μαγάρι) 1. μακάρι, είθε («μαγάρι ας ήτο βολετό, μαγάρι να τό μπόρου», Ερωτόκρ.) 2. έστω, ακόμη και («μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου», Ερωτόκρ.) 3. φρ. α) «μαγάρι ας» έστω κι αν β) «σκιάς μαγάρι» τουλάχιστον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
μπάρκο — το 1. μπαρκάρισμα 2. χρηματικό ποσό για τη ναύλωση πλοίου 3. είδος τρικάταρτου ιστιοφόρου που έχει ιστία σταυρωτά, είναι ευέλικτο και ανήκει στη γενικότερη κατηγορία τού μυοδρόμωνα («και δύο τρεις μάλιστα ευρίσκοντο, το σήμερο, σε μπάρκα»,… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… … Dictionary of Greek